- ανθρωπομορφικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με την ανθρωπομορφία2. ο σχετικός με τον ανθρωπομορφισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + μορφικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Αλ. Καραθεοδωρή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεανδρείκελος — θεανδρείκελος, ον (Μ) αυτός που αναφέρεται στον ανθρωπομορφισμό, ο ανθρωπομορφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέανδρος + είκελος «όμοιος»] … Dictionary of Greek